Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αὐτουργὸς καὶ δράστης

См. также в других словарях:

  • δράστης — ο (θηλ. δράστις, η) (AM δράστης, θηλ. δράστις, Α και δρήστης, ο, δρῆστις, η) αυτουργός, εκτελεστής πράξης αξιόποινης κυρίως («δράστης φόνου») νεοελλ. (ειρωνικά) αυτός που είπε κάτι άνοστο ή δημιούργησε κάτι άσχημο αρχ. μσν. δραπέτης, φυγάς αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π …   Dictionary of Greek

  • Ιωναδάβ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Ανιψιός του βασιλιά Δαβίδ, ο οποίος ξεχώριζε για τη σοφία του. Θεωρείται όμως και ηθικός αυτουργός παράνομης πράξης, γιατί με τις συμβουλές του ο εξάδελφός του, Αμνών, υπήρξε δράστης αιμομιξίας με την αδελφή του, Θαμάρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»